Baño στα ελληνικά

Μετάφραση: baño, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουτρό, σαπιοκάραβο, μπανιέρα, μπάνιο, λουτρού, μπάνιου
Baño στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bañarse στα ελληνικά - λούζομαι, λουτρό, μπάνιο, μπανιέρα, λούζω, περιλούω, λούομαι, ...
  • bañera στα ελληνικά - μπανιέρα, μπάνιο, λουτρό, σαπιοκάραβο, μπανιέρα με
  • baúl στα ελληνικά - κουτί, πυγμαχώ, προβοσκίδα, σεντούκι, κάσα, βαλίτσα, μπαούλο, ...
  • beatificación στα ελληνικά - ευλόγηση, αγιοποίηση, οσιοποίησης, beatification, αγιοποίηση του
Τυχαίες λέξεις
Baño στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουτρό, σαπιοκάραβο, μπανιέρα, μπάνιο, λουτρού, μπάνιου