Pertinente στα ελληνικά

Μετάφραση: pertinente, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχετικός, οικειοποιούμαι, επιρρεπής, κατάλληλος, ταιριαστός, σφετερίζομαι, σχετικές, σχετικών, σχετική, σχετικό
Pertinente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pertinaz στα ελληνικά - διαρκής, επίμονος, ισχυρογνώμων, πείσμων, pertinacious
  • pertinencia στα ελληνικά - συνάφεια, ενδιαφέρον, ενδιαφέρον για, παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρουσιάζει ενδιαφέρον για
  • pertrechar στα ελληνικά - χορήγηση, παρέχω, προμήθεια, παροχή
  • perturbación στα ελληνικά - ενόχληση, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διατάραξης
Τυχαίες λέξεις
Pertinente στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχετικός, οικειοποιούμαι, επιρρεπής, κατάλληλος, ταιριαστός, σφετερίζομαι, σχετικές, σχετικών, σχετική, σχετικό