Αναγωγή στα ιταλικά

Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riferimento, ribasso, diminuzione, riduzione, riduzione del, la riduzione, di riduzione
Αναγωγή στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγωγή

αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναγωγή στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αναγνώριση στα ιταλικά - ricognizione, riconoscimento, perlustrazione, il riconoscimento, di riconoscimento, rilevazione
  • αναγνώστης στα ιταλικά - lettore, lettore di, reader, lettori, il lettore
  • αναγόρευση στα ιταλικά - scelto, scelta, elezione, nomina, nomination, candidatura, designazione, ...
  • αναδάσωση στα ιταλικά - rimboschimento, riforestazione, di rimboschimento, il rimboschimento, di riforestazione
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: riferimento, ribasso, diminuzione, riduzione, riduzione del, la riduzione, di riduzione