Ελάττωση στα ιταλικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
falcidia, riduzione, abbuono, diminuzione, detrazione, riduzione del, la riduzione, di riduzione
Ελάττωση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ελάττωση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα ιταλικά - minore, minuto, piccolo, minorenne, piccino, minori, minor
  • ελάττωμα στα ιταλικά - difetto, vizio, imperfezione, difetti, difetto di, difetto del
  • ελάφι στα ιταλικά - cervo, cervi, deer, dei cervi, di cervo
  • ελάχιστος στα ιταλικά - minimo, minima, almeno, minimo di, minimi
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: falcidia, riduzione, abbuono, diminuzione, detrazione, riduzione del, la riduzione, di riduzione