Inchiodare στα ελληνικά
Μετάφραση: inchiodare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρφώνω, πρόκα, νύχι, καρφί, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
Μεταφράσεις
- incestuoso στα ελληνικά - αιμομικτικός, αιμομικτικοί, αιμομικτική, αιμομικτικής, οι περιπτώσεις αιμομιξίας
- inchiesta στα ελληνικά - ερώτηση, ανάκριση, έρευνα, εξέταση, έρευνας, διερεύνηση, της έρευνας, ...
- inchiostro στα ελληνικά - μελάνι, μελάνη, μελάνης, μελανιού, του μελανιού
- inciampo στα ελληνικά - στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για, εμποδίων
Τυχαίες λέξεις
Inchiodare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρφώνω, πρόκα, νύχι, καρφί, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
Μεταφράσεις: καρφώνω, πρόκα, νύχι, καρφί, νυχιών, των νυχιών, καρφιών