Invasore στα ελληνικά
Μετάφραση: invasore, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- invariabile στα ελληνικά - αμετάβλητος, αμετάβλητη, αμετάβλητα, πάγια, αμετάβλητο
- invasione στα ελληνικά - εισβολή, εισβολής, την εισβολή, επιδρομή, εισβολή στο
- invecchiare στα ελληνικά - εποχή, ηλικία, γερνώ, γεράσει, γεράσουν, γερνούν, γεράσουμε
- inventare στα ελληνικά - κατασκευάζω, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Τυχαίες λέξεις
Invasore στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή
Μεταφράσεις: εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή