Riluttante στα ελληνικά
Μετάφραση: riluttante, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διστακτικός, απρόθυμος, απρόθυμοι, διστάζουν, απρόθυμες, απρόθυμη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rilievo στα ελληνικά - ανάγλυφος, ανακούφιση, εκτόνωση, αρωγή, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ...
- rilucere στα ελληνικά - λάμπω, γυαλίζω, λάμψη, Γυάλισμα, Shine, γυαλάδα, λάμψει
- rima στα ελληνικά - ομοιοκαταληξία, έμμετρο λόγο, ρίμα, έμμετρου λόγου, έμμετρος λόγος
- rimandare στα ελληνικά - επιστροφή, επιστρέφω, αναβάλλω, γυρίζω, αναβάλλουμε, αναβληθεί, αναβάλλετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Riluttante στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διστακτικός, απρόθυμος, απρόθυμοι, διστάζουν, απρόθυμες, απρόθυμη
Μεταφράσεις: διστακτικός, απρόθυμος, απρόθυμοι, διστάζουν, απρόθυμες, απρόθυμη