Διστακτικός στα ιταλικά
Μετάφραση: διστακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indeciso, timido, riluttante, esitante, titubante, esitanti, riluttanti, titubanti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διστακτικός
διστακτικός συνώνυμο, διστακτικός στα αγγλικα, διστακτικός συνώνυμα, διστακτικός ήρωας, διστακτικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, διστακτικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δισκοβολία στα ιταλικά - lancio del disco, il lancio del disco
- δισταγμός στα ιταλικά - irresolutezza, esitazione, esitazioni, esitare, di esitazione, tentennamenti
- διστακτικότητα στα ιταλικά - esitazione, irresolutezza, esitazioni, esitare, di esitazione, tentennamenti
- διυλιστήριο στα ιταλικά - raffineria, raffineria di, di raffineria, raffinazione, raffinerie
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: indeciso, timido, riluttante, esitante, titubante, esitanti, riluttanti, titubanti
Μεταφράσεις: indeciso, timido, riluttante, esitante, titubante, esitanti, riluttanti, titubanti