Aizņemties στα ελληνικά
Μετάφραση: aizņemties, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζω, δάνειο, δανεισμός, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις
- aizvērts στα ελληνικά - κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
- aizvēsture στα ελληνικά - προϊστορία, Προϊστορίας, την προϊστορία, την προϊστορική εποχή, Προϊστορική
- aizņēmums στα ελληνικά - δανεισμός, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
- aizšaujamais στα ελληνικά - κλειδαριά, μάνταλο, μάνδαλο, μανδάλου, σύρτη, μανδάλωσης
Τυχαίες λέξεις
Aizņemties στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζω, δάνειο, δανεισμός, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις: δανείζω, δάνειο, δανεισμός, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε