Высокi στα ελληνικά
Μετάφραση: высокi, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλειώδης, κορώνα, μεγαλοπρεπής, ανύψωση, στέμμα, ψηλός, αποκορύφωμα, ύψωση, πουρμπουάρ, περήφανος, υπερόπτης, πάνω, ακμή, θήκη, άνω, καμαρωτός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вулiца στα ελληνικά - οδός, δρόμος, δρόμο, δρόμου, οδό
- вуха στα ελληνικά - αυτί, ακοή, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού
- выспа στα ελληνικά - νησάκι, νησί, νησιού, νήσου, το νησί, νήσο
- вядро στα ελληνικά - κουβάς, κάδος, κουβά, κάδο, κάδου
Τυχαίες λέξεις
Высокi στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλειώδης, κορώνα, μεγαλοπρεπής, ανύψωση, στέμμα, ψηλός, αποκορύφωμα, ύψωση, πουρμπουάρ, περήφανος, υπερόπτης, πάνω, ακμή, θήκη, άνω, καμαρωτός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Μεταφράσεις: μεγαλειώδης, κορώνα, μεγαλοπρεπής, ανύψωση, στέμμα, ψηλός, αποκορύφωμα, ύψωση, πουρμπουάρ, περήφανος, υπερόπτης, πάνω, ακμή, θήκη, άνω, καμαρωτός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό