Ύψωση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ύψωση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буда, высокi, рост
Ύψωση στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύψωση

ύψωση του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, ύψωση του σταυρού, ύψωση τιμίου σταυρού παπάγου, ύψωση σε δύναμη στη c, ύψωση σε δύναμη με επαναλαμβανόμενο τετραγωνισμό, ύψωση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ύψωση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ύψιστος στα λευκορωσικά - найбольшы, найбольшую, найбольшая, найвялікі, максімальны
  • ύψος στα λευκορωσικά - высокi, буда, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня
  • ώθηση στα λευκορωσικά - штурхаць, ўдар, удар
  • ώμος στα λευκορωσικά - плячо, плечы, плячук, лапатку
Τυχαίες λέξεις
Ύψωση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: буда, высокi, рост