Υπερόπτης στα λευκορωσικά
Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высокi, пагардлівы, напышлівы, высокомерно, высакамерны, фанабэра
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερόπτης
υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, υπερόπτης στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- υπερφορτώνω στα λευκορωσικά - перагрузка, нагрузка, перегрузка
- υπερχείλιση στα λευκορωσικά - перапаўненне, перапаўненьне
- υπερώα στα λευκορωσικά - палац, неба
- υπεύθυνος στα λευκορωσικά - адказны, адказную
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: высокi, пагардлівы, напышлівы, высокомерно, высакамерны, фанабэра
Μεταφράσεις: высокi, пагардлівы, напышлівы, высокомерно, высакамерны, фанабэра