Ανύψωση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высокi, буда, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανύψωση
ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανύψωση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανόητος στα λευκορωσικά - дурань, дурак, дурны
- ανύπαντρος στα λευκορωσικά - незамужняя
- ανώδυνος στα λευκορωσικά - бязбольны, бязбольным
- ανώμαλα στα λευκορωσικά - анамальна
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: высокi, буда, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня
Μεταφράσεις: высокi, буда, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня