Šerti στα ελληνικά

Μετάφραση: šerti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιτίζω, ταΐζω, τροφοδοτώ, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Šerti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • šepetys στα ελληνικά - πινέλο, βούρτσα, σκούπα, βουρτσίζω, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
  • šernas στα ελληνικά - χοίρος, κάπρος, γουρούνι, χοίρου, γουρουνιών, χοίρων, το γουρούνι
  • šeši στα ελληνικά - έξι, έξη, των έξι, από έξι
  • šešiasdešimt στα ελληνικά - εξήντα, από εξήντα, των εξήντα
Τυχαίες λέξεις
Šerti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιτίζω, ταΐζω, τροφοδοτώ, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών