Τροφοδοτώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuras, šerti, kurstyti, Stoke, kūrenti, Frygnąć, Kurināt
Τροφοδοτώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ

τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τροφοδοτώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • τροφικός στα λιθουανικά - maistingas, maistinė, maistinę, mitybinę, pašarinė
  • τροφοδοσία στα λιθουανικά - Maitinimas, maitinimo, catering, maitinimasi, viešojo maitinimo
  • τροφοδότης στα λιθουανικά - maitinimo įstaiga, ruošia, maitinimo įstaigos, ruošia ir išvažiuojamuosius, caterer
  • τροχαλία στα λιθουανικά - skridinys, skriemulys, skriemulio, pulley, Skridininiai, skriemulių
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kuras, šerti, kurstyti, Stoke, kūrenti, Frygnąć, Kurināt