Kur στα ελληνικά

Μετάφραση: kur, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όπου, που, όταν, εφόσον
Kur στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kuprinė στα ελληνικά - σακίδιο, σακκίδιο, backpack, τσάντα, πλάτης
  • kupė στα ελληνικά - μέρος, ιδιαίτερο δωμάτιο εν πλοίω, καμπίνα, stateroom, εν πλοίω, δωμάτιο εν
  • kurapka στα ελληνικά - πέρδικα, πέρδικες, πέρδικας, τις πέρδικες, πετροπέρδικα
  • kuras στα ελληνικά - εκπυρσοκρότηση, τροφοδοτώ, καύσιμο, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Τυχαίες λέξεις
Kur στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όπου, που, όταν, εφόσον