Husholdning στα ελληνικά
Μετάφραση: husholdning, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικογένεια, σπιτικό, σπίτι, οικιακός, οίκος, νοικοκυριό, Οικιακά, Οικιακές, Οικιακά Είδη, νοικοκυριού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hus στα ελληνικά - τοποθετώ, τόπος, μέρος, οίκος, σπίτι, σπιτιού, το σπίτι, ...
- husdyrgjødsel στα ελληνικά - κοπριά, κόπρος, κοπριάς, κόπρο, την κόπρο
- husleie στα ελληνικά - ενοικιάζω, ενοίκιο, νοίκι, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
- huslig στα ελληνικά - κατοικίδιος, οικιακός, του, των, της, από
Τυχαίες λέξεις
Husholdning στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικογένεια, σπιτικό, σπίτι, οικιακός, οίκος, νοικοκυριό, Οικιακά, Οικιακές, Οικιακά Είδη, νοικοκυριού
Μεταφράσεις: οικογένεια, σπιτικό, σπίτι, οικιακός, οίκος, νοικοκυριό, Οικιακά, Οικιακές, Οικιακά Είδη, νοικοκυριού