Οικιακός στα νορβηγικά
Μετάφραση: οικιακός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjemlig, huslig, husholdning, familie, slekt, husstand, husholdningen, husholdnings, husholdningenes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιακός
οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός αποστακτήρας αιθέριων ελαίων, οικιακός κοπτοράπτης, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός βιολογικός καθαρισμός κόστος, οικιακός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, οικιακός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- οικειοποιούμαι στα νορβηγικά - passende, oikeiopoioumai
- οικειότητα στα νορβηγικά - intimitet, intimiteten, nærhet, fortrolighet, intime
- οικισμός στα νορβηγικά - overenskomst, ordning, bygd, landsby, koloni, oppgjør, bosetting, ...
- οικιστής στα νορβηγικά - nybygger, bunnfellings, nybygg, bosetter, settler
Τυχαίες λέξεις
Οικιακός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: hjemlig, huslig, husholdning, familie, slekt, husstand, husholdningen, husholdnings, husholdningenes
Μεταφράσεις: hjemlig, huslig, husholdning, familie, slekt, husstand, husholdningen, husholdnings, husholdningenes