Inntekt στα ελληνικά

Μετάφραση: inntekt, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έσοδο, απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Inntekt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innsnitt στα ελληνικά - εντομή, τομή, τομής, εντομής, της τομής
  • innsynking στα ελληνικά - υποχώρηση, καθίζηση, καθιζήσεων, καθιζήσεις, καθίζηση του
  • inntrykk στα ελληνικά - αίσθημα, εντύπωση, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις
  • innvandre στα ελληνικά - μεταναστεύω, μεταναστεύσουν, μεταναστεύουν, μεταναστεύσει, μετανάστευση
Τυχαίες λέξεις
Inntekt στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έσοδο, απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων