Aanwenden στα ελληνικά

Μετάφραση: aanwenden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρακτική, εφαρμόζω, άσκηση, κάνω, βάζω, χρησιμοποιώ, χρήση, αιτούμαι, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Aanwenden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanwakkeren στα ελληνικά - παροτρύνω, παρόρμηση, βεντάλια, οπαδός, ξεκινώ, ανεμιστήρας, ενθαρρύνω, ...
  • aanwassen στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, προσθήκες, συμφύσεις, συμφύσεων, συσσωματώσεις, επισωρεύσεων
  • aanwending στα ελληνικά - αίτηση, εφαρμογή, χρήση, προσήλωση, χρησιμοποιώ, εργασία, χρήσης, ...
  • aanwensel στα ελληνικά - συνήθεια, έξη, νάζι, μανιερισμού, ιδιομορφία, εκζήτησης, μανιερισμό
Τυχαίες λέξεις
Aanwenden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρακτική, εφαρμόζω, άσκηση, κάνω, βάζω, χρησιμοποιώ, χρήση, αιτούμαι, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση