Affaire στα ελληνικά

Μετάφραση: affaire, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαλίτσα, νοιάζομαι, προβληματισμός, θήκη, θέμα, περιστατικό, ύλη, ανησυχία, πράγμα, επιχείρηση, δεσμός, υπόθεση, δουλειά, ενδιαφέρον, δουλειές, υπόθεσης, την υπόθεση, υπόθεση της, ερωτική
Affaire στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afdwalend στα ελληνικά - λοξός, εκτρεπόμενος, πλάγιος, δόλια, ύπουλη
  • afdwingen στα ελληνικά - εκβιάζω, επιβάλλω, στύβω, επιβάλουν, επιβάλλουν, επιβολή, την επιβολή, ...
  • affect στα ελληνικά - στοργή, τρυφερότητα, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
  • affectie στα ελληνικά - έρωτας, αγάπη, αγαπώ, στοργή, την αγάπη, αγάπης, στοργής
Τυχαίες λέξεις
Affaire στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαλίτσα, νοιάζομαι, προβληματισμός, θήκη, θέμα, περιστατικό, ύλη, ανησυχία, πράγμα, επιχείρηση, δεσμός, υπόθεση, δουλειά, ενδιαφέρον, δουλειές, υπόθεσης, την υπόθεση, υπόθεση της, ερωτική