Bedrijf στα ελληνικά

Μετάφραση: bedrijf, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιητικό, εταιρία, ομήγυρη, παρέα, θίασος, κοινότητα, έγγραφο, πράξη, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Bedrijf στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bedrieger στα ελληνικά - πλαστογραφία, κράζω, καμποτίνος, κάλπικος, πλαστός, δόλος, αγύρτης, ...
  • bedrieglijk στα ελληνικά - ψεύτικος, δόλιος, απατηλός, παραπλανητικός, ψευδής, αναληθής, λάθος, ...
  • bedrijven στα ελληνικά - αποδίδω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, πράξη, εκτελώ, διαπράττω, ...
  • bedrijvig στα ελληνικά - ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Τυχαίες λέξεις
Bedrijf στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό, εταιρία, ομήγυρη, παρέα, θίασος, κοινότητα, έγγραφο, πράξη, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές