Bepaling στα ελληνικά
Μετάφραση: bepaling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάσταση, ρήτρα, ορισμός, άρθρο, όρος, πάθηση, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bepaald στα ελληνικά - βέβαια, αναμφισβήτητα, σίγουρα, τέλεια, πεθαμένος, βεβαίως, τελείως, ...
- bepalen στα ελληνικά - διασφαλίζω, ασφαλής, ασφαλίζω, εδραιώνω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, ...
- bepantsering στα ελληνικά - πανοπλία, θωράκιση, πανοπλίας, θωράκισης, πανοπλίες
- beperken στα ελληνικά - περιορίζω, συντομεύω, αναχαιτίζω, περιστέλλω, όριο, ορίου, οριακές, ...
Τυχαίες λέξεις
Bepaling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάσταση, ρήτρα, ορισμός, άρθρο, όρος, πάθηση, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Μεταφράσεις: κατάσταση, ρήτρα, ορισμός, άρθρο, όρος, πάθηση, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό