Όρος στα ολλανδικά

Μετάφραση: όρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vakterm, conditie, monteren, berg, voorwaarde, zetten, bepaling, uitdrukking, term, termijn, termijnverhuur, begrip, looptijd
Όρος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρος

όρος των ελαιών, όρος πατέρας, όρος καλλίδρομο, όρος της αφροδίτης, όρος θαβώρ, όρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, όρος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • όριο στα ολλανδικά - grens, perk, limiet, beperking, beperken, begrenzing
  • όρκος στα ολλανδικά - eed, bezwering, ede, eed af, onder ede
  • όροφος στα ολλανδικά - verdieping, étage, vloer, etage, grond, de vloer
  • όσιος στα ολλανδικά - geheiligd, sacraal, gezegend, zalig, gezegende, de zalige, Blessed
Τυχαίες λέξεις
Όρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vakterm, conditie, monteren, berg, voorwaarde, zetten, bepaling, uitdrukking, term, termijn, termijnverhuur, begrip, looptijd