Beschikking στα ελληνικά

Μετάφραση: beschikking, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγέλλω, θεσπίζω, διάταγμα, κανονισμός, εντολή, ρύθμιση, παραγγελία, προσταγή, θέσπισμα, διάθεση, διάθεσης, διάθεσή, απόρριψης, απόρριψη
Beschikking στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beschieten στα ελληνικά - καβούκι, κατακλύζομαι, κέλυφος, οβίδα, κατακλύζω, βομβαρδίζω, βομβαρδίζουν, ...
  • beschikbaar στα ελληνικά - διαθέσιμος, άμεσα διαθέσιμα, άμεσα διαθέσιμες, ευκόλως διαθέσιμα, άμεσα διαθέσιμη, εύκολα διαθέσιμα
  • beschonken στα ελληνικά - φέσι, μεθυσμένος, κατάσταση μέθης, σε κατάσταση μέθης, μέθης, μεθυσμένων
  • beschonkenheid στα ελληνικά - μέθη, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, μέθης, δηλητηρίαση από
Τυχαίες λέξεις
Beschikking στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, θεσπίζω, διάταγμα, κανονισμός, εντολή, ρύθμιση, παραγγελία, προσταγή, θέσπισμα, διάθεση, διάθεσης, διάθεσή, απόρριψης, απόρριψη