Bewind στα ελληνικά
Μετάφραση: bewind, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασιλεύω, ιθύνω, εξουσιάζω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεία, έλεγχος, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bewijzen στα ελληνικά - αποδείξεις, δείχνω, στοιχεία, μαρτυρία, αποδεικνύω, παράσταση, εμφαίνω, ...
- bewimpelen στα ελληνικά - μάσκα, προσωπείο, εξηγώ, συγκαλύπτω
- bewindsman στα ελληνικά - υπουργός, ιερέας, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο
- bewogenheid στα ελληνικά - συναίσθημα, συμπόνια, συμπόνιας, τη συμπόνια, ευσπλαχνία, συμπάθεια
Τυχαίες λέξεις
Bewind στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασιλεύω, ιθύνω, εξουσιάζω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεία, έλεγχος, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν
Μεταφράσεις: βασιλεύω, ιθύνω, εξουσιάζω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεία, έλεγχος, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν