Binnen στα ελληνικά

Μετάφραση: binnen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέσα, σε, κάθε, ανά, εντός, κατά, στο, πλαίσιο
Binnen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bindend στα ελληνικά - υποχρεωτικός, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
  • binding στα ελληνικά - συγκολλώ, συνδέω, δεσμός, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου
  • binnenband στα ελληνικά - σωλήνας, σωληνάριο, σωλήνα, σωλήνος, σωλήνων
  • binnenbrengen στα ελληνικά - πιλοτάρω, πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
Τυχαίες λέξεις
Binnen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέσα, σε, κάθε, ανά, εντός, κατά, στο, πλαίσιο