Bot στα ελληνικά

Μετάφραση: bot, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμβλύς, μουντός, μουχρός, απότομος, αγενής, ακατέργαστος, χαζός, αγροίκος, αμυδρός, χονδροειδής, κοφτός, πληκτικός, δασύς, θαμπός, θολωμένος, τραχύς, οστό, κόκκαλο, κόκαλο, οστών, των οστών
Bot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bosbouw στα ελληνικά - δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
  • bosje στα ελληνικά - άλσος, τσουλούφι, WISP, κομματάκι, ΨΙδΡ, νΐδΡ
  • botanie στα ελληνικά - βοτανική, βοτανικής, η βοτανική, της βοτανικής, βοτανολογία
  • boter στα ελληνικά - βούτυρο, βουτύρου, το βούτυρο, του βουτύρου, βούτυρο που
Τυχαίες λέξεις
Bot στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμβλύς, μουντός, μουχρός, απότομος, αγενής, ακατέργαστος, χαζός, αγροίκος, αμυδρός, χονδροειδής, κοφτός, πληκτικός, δασύς, θαμπός, θολωμένος, τραχύς, οστό, κόκκαλο, κόκαλο, οστών, των οστών