Damp στα ελληνικά
Μετάφραση: damp, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, καπνός, αχνίζω, καταχνιά, καυσαέριο, αχλή, πούσι, ομίχλη, καπνοί, ατμός, ατμών, ατμού, ατμούς, ατμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dam στα ελληνικά - φράγμα, ρήγας, φραγμός, τάφρος, βασιλιάς, βασίλισσα, φράγματος, ...
- dame στα ελληνικά - κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
- dampig στα ελληνικά - χνουδάτος, ομιχλώδης, φανταστικός, ατμώδης, ατμώδη, ατμώδους, ατμώδες
- dampkring στα ελληνικά - ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρας, περιβάλλον, κλίμα
Τυχαίες λέξεις
Damp στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, καπνός, αχνίζω, καταχνιά, καυσαέριο, αχλή, πούσι, ομίχλη, καπνοί, ατμός, ατμών, ατμού, ατμούς, ατμό
Μεταφράσεις: καπνίζω, καπνός, αχνίζω, καταχνιά, καυσαέριο, αχλή, πούσι, ομίχλη, καπνοί, ατμός, ατμών, ατμού, ατμούς, ατμό