Dik στα ελληνικά

Μετάφραση: dik, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασύς, ακαθάριστος, πυκνός, χοντρός, λίπος, αισχρός, εύσαρκος, χόνδρος, παχύσαρκος, πρόστυχος, μεγάλος, τροφαντός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Dik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dij στα ελληνικά - μηρός, μηρό, μηρού, μηρών, του μηρού, των μηρών
  • dijk στα ελληνικά - ανάχωμα, φράγματος, αναχώματος, φράγμα, τάφρο
  • dikte στα ελληνικά - πυκνότητα, πάχος, πάχους, το πάχος, πάχος του, του πάχους
  • dikwijls στα ελληνικά - τακτικά, συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
Τυχαίες λέξεις
Dik στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασύς, ακαθάριστος, πυκνός, χοντρός, λίπος, αισχρός, εύσαρκος, χόνδρος, παχύσαρκος, πρόστυχος, μεγάλος, τροφαντός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό