Τροφαντός στα ολλανδικά

Μετάφραση: τροφαντός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dik, lijvig, trofantos
Τροφαντός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφαντός

τροφαντός συνώνυμα, τροφαντός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τροφαντός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τροπόσφαιρα στα ολλανδικά - troposfeer, troposphere, de troposfeer
  • τροφή στα ολλανδικά - voeding, spijs, kost, voedsel, voedingsmiddel, etenswaar, gerecht, ...
  • τροφικός στα ολλανδικά - voedzaam, voedend, voedingswaarde, voedende, voedzame
  • τροφοδοσία στα ολλανδικά - catering, horeca, vakantiewoning, vakantiewoningen, vakantiehuis
Τυχαίες λέξεις
Τροφαντός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dik, lijvig, trofantos