Λίπος στα ολλανδικά

Μετάφραση: λίπος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vruchtbaar, vet, gezet, lijvig, vettig, dik, vette, vetten, dikke
Λίπος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λίπος

λίπος ζαχαροπλαστικής, λίπος στους γλουτούς, λίπος στην κοιλιά αντρες, λίπος στο πάγκρεας, λίπος στο συκώτι, λίπος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λίπος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λίπανση στα ολλανδικά - het smeren, smering, smeren, smeersysteem, de smering
  • λίπασμα στα ολλανδικά - mest, meststof, meststoffen, kunstmest, van meststoffen
  • λίστα στα ολλανδικά - ceel, rol, uitlisten, lijst, cedel, lijst met, overzicht, ...
  • λίτρο στα ολλανδικά - liter, l
Τυχαίες λέξεις
Λίπος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vruchtbaar, vet, gezet, lijvig, vettig, dik, vette, vetten, dikke