Duchtig στα ελληνικά

Μετάφραση: duchtig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοβαρός, αυστηρός, δριμύς, σέρτικος, ήσυχοι, χρηστή, άρτια, υγιείς βάσεις, ήσυχα
Duchtig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dubieus στα ελληνικά - αμφίβολος, αμφίβολο, επισφαλείς, αμφίβολη, επισφαλών
  • duchten στα ελληνικά - φοβάμαι, φόβος, φόβο, φόβου, το φόβο, ο φόβος
  • duidelijk στα ελληνικά - εμφανώς, σκέτο, σκέτος, διαυγής, έκδηλος, προφανής, κάμπος, ...
  • duiden στα ελληνικά - ερμηνεύω, ερμηνεύσει, ερμηνεύουν, ερμηνεύει, ερμηνεύσουν
Τυχαίες λέξεις
Duchtig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοβαρός, αυστηρός, δριμύς, σέρτικος, ήσυχοι, χρηστή, άρτια, υγιείς βάσεις, ήσυχα