Οικειοποιούμαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betamelijk, geschikt, passend, gepast, oikeiopoioumai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι
οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οικειοποιούμαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- οθόνη στα ολλανδικά - tentoonstellen, prijken, pronken, paraderen, afluisteren, pralen, scherm, ...
- οικείος στα ολλανδικά - knus, gezellig, intiem, innig, vertrouwd, bekend, bekende, ...
- οικειότητα στα ολλανδικά - bekende, bekendheid, kennis, relatie, kunde, vertrouwelijkheid, intimiteit, ...
- οικιακός στα ολλανδικά - eigen, bediende, binnenlands, huiselijk, inheems, vertrouwd, inlands, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: betamelijk, geschikt, passend, gepast, oikeiopoioumai
Μεταφράσεις: betamelijk, geschikt, passend, gepast, oikeiopoioumai