Σφετερίζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: σφετερίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overweldigen, passend, kraken, betamelijk, gepast, usurperen, geschikt, toe te eigenen, eigenen, te usurperen
Σφετερίζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφετερίζομαι

σφετερίζομαι σημασία, σφετερίζομαι συνώνυμα, σφετερίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σφετερίζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σφαγείο στα ολλανδικά - abattoir, slachterij, slachthuis, slachthuizen, het slachthuis, slachthuis worden
  • σφαδάζω στα ολλανδικά - worstelen, spartelen, writhe, verdraaien, verwringen
  • σφετερισμός στα ολλανδικά - overweldiging, usurpatie, usurpation, aanmatiging
  • σφηνώνω στα ολλανδικά - jam, vastgelopen, storing, papierstoring, jam van
Τυχαίες λέξεις
Σφετερίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: overweldigen, passend, kraken, betamelijk, gepast, usurperen, geschikt, toe te eigenen, eigenen, te usurperen