Haar στα ελληνικά

Μετάφραση: haar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτήν, αυτή, μαλλιά, της, τρίχα, του, την, αυτής
Haar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • haal στα ελληνικά - ράβδωση, έλξη, τραβήξτε, τραβήξει, τραβάτε, τραβήξετε
  • haan στα ελληνικά - πετεινός, κόκορας, κόκκορας, κόκορα, κόκκορα
  • haard στα ελληνικά - εστία, τζάκι, το τζάκι, τζακιού
  • haardos στα ελληνικά - τρίχα, μαλλιά, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
Τυχαίες λέξεις
Haar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτήν, αυτή, μαλλιά, της, τρίχα, του, την, αυτής