Individueel στα ελληνικά

Μετάφραση: individueel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατομικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, άτομο, ιδιωτικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Individueel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indirect στα ελληνικά - πλάγιος, δόλιος, ύπουλος, λοξός, έμμεσα, εμμέσως, έμμεση, ...
  • individu στα ελληνικά - θανάσιμος, κάποιος, άνθρωπος, ανθρώπινος, πρόσωπο, θνητός, άτομο, ...
  • indoen στα ελληνικά - μπαίνω, βάζω, εισέρχομαι, εισάγω, θέσει σε, τεθεί σε, τεθούν σε, ...
  • indompelen στα ελληνικά - βουτώ, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως
Τυχαίες λέξεις
Individueel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατομικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, άτομο, ιδιωτικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες