Maat στα ελληνικά

Μετάφραση: maat, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοικειωμένος, μέγεθος, καταμέτρηση, μέτρο, άντρας, αδελφός, διάβημα, φιλαράκος, συνάδελφος, τύπος, μετρώ, σύντροφος, κριτήριο, βήμα, αδερφός, μέτρηση, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
Maat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • maart στα ελληνικά - βαδίζω, μάρτιος, Μάρτιος, Μαρτίου, πορεία, Μάρτιο, Μάρτιο του
  • maas στα ελληνικά - δίχτυ, βρόγχος, πλέγμα, βρόχος, ζεύξη, θηλιά, ματιών, ...
  • maatregel στα ελληνικά - τακτοποίηση, κριτήριο, βήμα, διευθέτηση, ετοιμασία, διακανονισμός, σύστημα, ...
  • maatschappelijk στα ελληνικά - κοινωνικός, κοινωνικά, κοινωνική, κοινωνικής, κοινωνικώς, κοινωνικό
Τυχαίες λέξεις
Maat στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοικειωμένος, μέγεθος, καταμέτρηση, μέτρο, άντρας, αδελφός, διάβημα, φιλαράκος, συνάδελφος, τύπος, μετρώ, σύντροφος, κριτήριο, βήμα, αδερφός, μέτρηση, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους