Maatregel στα ελληνικά
Μετάφραση: maatregel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τακτοποίηση, κριτήριο, βήμα, διευθέτηση, ετοιμασία, διακανονισμός, σύστημα, διάβημα, βηματίζω, μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- maas στα ελληνικά - δίχτυ, βρόγχος, πλέγμα, βρόχος, ζεύξη, θηλιά, ματιών, ...
- maat στα ελληνικά - εξοικειωμένος, μέγεθος, καταμέτρηση, μέτρο, άντρας, αδελφός, διάβημα, ...
- maatschappelijk στα ελληνικά - κοινωνικός, κοινωνικά, κοινωνική, κοινωνικής, κοινωνικώς, κοινωνικό
- maatschappij στα ελληνικά - προσταγή, επιχρυσώνω, παραγγελία, κοινωνία, σωματείο, παραγγέλλω, εντολή, ...
Τυχαίες λέξεις
Maatregel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τακτοποίηση, κριτήριο, βήμα, διευθέτηση, ετοιμασία, διακανονισμός, σύστημα, διάβημα, βηματίζω, μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις: τακτοποίηση, κριτήριο, βήμα, διευθέτηση, ετοιμασία, διακανονισμός, σύστημα, διάβημα, βηματίζω, μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν