Noord στα ελληνικά

Μετάφραση: noord, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοριάς, βοράς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
Noord στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • noodzaken στα ελληνικά - εξαναγκάζω, δύναμη, βία, απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, αναγκαία, ...
  • nooit στα ελληνικά - ποτέ, ποτέ δεν, ποτέ πάντα, ποτέ μα ποτέ δεν, ποτέ μα ποτέ
  • noordelijk στα ελληνικά - βόρειος, βόρεια, βόρειο, της Βόρειας, βόρειας
  • noorden στα ελληνικά - βοράς, βοριάς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
Τυχαίες λέξεις
Noord στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοριάς, βοράς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά