Διερεύνηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: διερεύνηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderzoek, examen, keuring, onderzoektijdvak, onderzoek naar, het onderzoek, onderzoeksprocedure
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διερεύνηση
διερεύνηση αεροπορικών ατυχημάτων, διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών ενηλίκων, διερεύνηση συνώνυμο, διερεύνηση αναιμίας, διερεύνηση στα αγγλικά, διερεύνηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διερεύνηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διεξοδικός στα ολλανδικά - uitgestrekt, breedvoerig, welig, ampel, omvangrijk, uitgebreid, overvloedig, ...
- διεργασία στα ολλανδικά - onderzoek, schoolexamen, keuring, concours, schouw, procédé, werkwijze, ...
- διερμηνέας στα ολλανδικά - vertaler, vertolker, tolk, interpreter, interpretator
- διερωτώμαι στα ολλανδικά - verbazing, wonder, zich afvragen, benieuwd zijn, verwondering, afvragen
Τυχαίες λέξεις
Διερεύνηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onderzoek, examen, keuring, onderzoektijdvak, onderzoek naar, het onderzoek, onderzoeksprocedure
Μεταφράσεις: onderzoek, examen, keuring, onderzoektijdvak, onderzoek naar, het onderzoek, onderzoeksprocedure