Paar στα ελληνικά

Μετάφραση: paar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεύω, σπιθαμή, ζευγάρι, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο
Paar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • paal στα ελληνικά - βέργα, ξανθός, σωρός, χλωμός, ραβδί, παλούκι, κοντάρι, ...
  • paalwerk στα ελληνικά - φράκτης εκ πασσάλων, οχύρωμα εκ πασσάλων, λοφοσειράς, πασσαλώδες, Το τείχος με πασσάλους
  • paard στα ελληνικά - ιππότης, άλογο, αλόγου, ίππων, αλόγων, των ίππων
  • paardebloem στα ελληνικά - πικραλίδα, πικραλίδας, πικραλίδων, dandelion, η πικραλίδα
Τυχαίες λέξεις
Paar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεύω, σπιθαμή, ζευγάρι, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο