Part στα ελληνικά

Μετάφραση: part, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρτημα, μερίδιο, χωρίζω, μερίδα, συστατικός, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Part στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • parlementair στα ελληνικά - κοινοβουλευτικός, κοινοβουλευτική, κοινοβουλευτικής, κοινοβουλευτικές, κοινοβουλευτικών
  • parochiaan στα ελληνικά - ενορίτης, ενορίτη, parishioner, ο ενορίτης, ενορίτης είναι
  • participeren στα ελληνικά - συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
  • particulier στα ελληνικά - ιδιαίτερος, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Τυχαίες λέξεις
Part στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρτημα, μερίδιο, χωρίζω, μερίδα, συστατικός, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει