Μερίδα στα ολλανδικά

Μετάφραση: μερίδα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuk, gedeelte, rantsoen, portie, part, deel, aandeel
Μερίδα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μερίδα

μερίδα λαχανικών, μερίδα επενδυτή, μερίδα γύρος θερμίδες, μερίδα του λέοντος, μερίδα γραμμάρια, μερίδα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μερίδα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μεμψιμοιρώ στα ολλανδικά - sputteren, mopperen, kankeren, morren, vitten, cavil, kort bij Cavil, ...
  • μενεξές στα ολλανδικά - paars, violetkleurig, pimpelpaars, viooltje, violet, viool, violette, ...
  • μερίδιο στα ολλανδικά - stuk, deel, afbreken, scheiden, delen, opsplitsen, deling, ...
  • μεραρχία στα ολλανδικά - deling, verdeling, legerafdeling, divisie, afdeling, verdeeldheid
Τυχαίες λέξεις
Μερίδα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stuk, gedeelte, rantsoen, portie, part, deel, aandeel