Permanent στα ελληνικά
Μετάφραση: permanent, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχώς, μόνιμος, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- perk στα ελληνικά - πελούζα, παραμεθόριος, γκαζόν, κρεβάτι, δεμένος, όριο, περιορίζω, ...
- perkament στα ελληνικά - περγαμηνή, περγαμηνής, περγαμηνοειδή, περγαμηνές
- permissie στα ελληνικά - άδεια, την άδεια, άδειας, άδειά, την άδειά
- perron στα ελληνικά - αποβάθρα, πλατφόρμα, πλατφόρμας, εξέδρα, της πλατφόρμας, την πλατφόρμα
Τυχαίες λέξεις
Permanent στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχώς, μόνιμος, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη
Μεταφράσεις: συνεχώς, μόνιμος, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη