Privilege στα ελληνικά

Μετάφραση: privilege, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
Privilege στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • prisma στα ελληνικά - πρίσμα, πρίσματος, το πρίσμα, πρισμάτων, του πρίσματος
  • privaat στα ελληνικά - τουαλέτα, ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
  • probeersel στα ελληνικά - δοκιμασία, δίκη, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
  • proberen στα ελληνικά - απόπειρα, εξετάζω, εκδικάζω, δοκίμια, αποδεικνύω, έκθεση, αναζητώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Privilege στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο