Ruimte στα ελληνικά
Μετάφραση: ruimte, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούλα, τοποθεσία, μέρος, εντοπίζω, δωμάτιο, τόπος, τοποθετώ, χώρος, σπυρί, διάστημα, απώτερο διάστημα, το διάστημα, διαστήματος, εξωτερικό διάστημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ruiming στα ελληνικά - κατάργηση, κατάλυση, σφαγή, θανάτωση, θανάτωσης, επιλεκτικής σφαγής, επιλεκτική σφαγή
- ruimschoots στα ελληνικά - άφθονα, επαρκώς, ευρέως, μεγάλο βαθμό, εκτενώς
- ruimtevaarder στα ελληνικά - αστροναύτης, αστροναύτη, spaceman, του αστροναύτη, αστροναύτης ακουμπάει
- ruis στα ελληνικά - θόρυβος, ρακέτα, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
Τυχαίες λέξεις
Ruimte στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούλα, τοποθεσία, μέρος, εντοπίζω, δωμάτιο, τόπος, τοποθετώ, χώρος, σπυρί, διάστημα, απώτερο διάστημα, το διάστημα, διαστήματος, εξωτερικό διάστημα
Μεταφράσεις: βούλα, τοποθεσία, μέρος, εντοπίζω, δωμάτιο, τόπος, τοποθετώ, χώρος, σπυρί, διάστημα, απώτερο διάστημα, το διάστημα, διαστήματος, εξωτερικό διάστημα