Schoeisel στα ελληνικά

Μετάφραση: schoeisel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παπούτσια, υποδήματα, υπόδηση, είδη υπόδησης, υποδημάτων, υπόδησης
Schoeisel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schitterend στα ελληνικά - λαμπερός, φανταστικός, έξοχος, υπέροχος, έξοχα, ωραίος, εξαίσιος, ...
  • schmink στα ελληνικά - greasepaint
  • schoelje στα ελληνικά - μόρτης, παλιάνθρωπος, μπερμπάντης, αχρείος, κάθαρμα, αχρείων, καθάρματος
  • schoen στα ελληνικά - παπούτσι, πεταλώνω, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, υποδήματος
Τυχαίες λέξεις
Schoeisel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παπούτσια, υποδήματα, υπόδηση, είδη υπόδησης, υποδημάτων, υπόδησης