Seinen στα ελληνικά

Μετάφραση: seinen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σήμα, γνέφω, νεύω, σήματος, σημάτων, μήνυμα, του σήματος
Seinen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sedert στα ελληνικά - από, αφού, επειδή, από το, δεδομένου ότι
  • sein στα ελληνικά - σήμα, βαθμός, σημαίνω, γνέφω, σημάδι, πίνακας, υπογράφω, ...
  • seizoen στα ελληνικά - νοστιμίζω, περίοδος, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
  • sekse στα ελληνικά - έρωτας, φύλο, σεξ, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Τυχαίες λέξεις
Seinen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σήμα, γνέφω, νεύω, σήματος, σημάτων, μήνυμα, του σήματος