Slaken στα ελληνικά

Μετάφραση: slaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρός, εκστομίζω, ξεστομίζω, απόλυτος, σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ανεβοκατεβάσματος, ταλαντεύσεως
Slaken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slagzwaard στα ελληνικά - ξίφος, σπάθα, σπαθί, σπάθας, της σπάθας, τη σπάθα
  • slak στα ελληνικά - σαλιγκάρι, σαλιγκαριού, σαλιγκαριών, χελώνας, σαλιγκάρια
  • slang στα ελληνικά - σωλήνας, πίπα, μάνικα, αυλός, σωλήνα, εύκαμπτος σωλήνας, εύκαμπτο σωλήνα, ...
  • slank στα ελληνικά - μικρός, θίγω, αδυνατίζω, ελαφρύς, προσβάλλω, λεπτός, λεπτό, ...
Τυχαίες λέξεις
Slaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρός, εκστομίζω, ξεστομίζω, απόλυτος, σηκώνω, ανύψωση, ανώθησης, ανεβοκατεβάσματος, ταλαντεύσεως